30 Σεπ 2018

"Η ισχύς εν τη ενώσει" ενάντια σε υπερβακτήρια



Συνηθίζουμε να λέμε πως στη ζωή «ό,τι δεν μπορείς να κάνεις μόνος σου κάνε το με βοήθεια». Συνηθίζουμε επίσης να λέμε ότι η ισχύς βρίσκεται εν τη ενώσει. Κάπως έτσι φαίνεται ότι σκέφτηκαν ερευνητές του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας (European Molecular Biology Laboratory, EMBL) στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας και αποφάσισαν να διεξαγάγουν μια πρωτότυπη έρευνα, μοναδική στο είδος της σε τόσο μεγάλο εύρος, προκειμένου να ανακαλύψουν πιθανές «συνεργατικές» λύσεις σε ένα πρόβλημα το οποίο αφαιρεί σήμερα πολλές ανθρώπινες ζωές και ονομάζεται ανθεκτικότητα των μικροβίων στις θεραπείες. Ένα πρόβλημα το οποίο, όπως έχει αποδειχθεί, οι «μονοδιάστατες» προσεγγίσεις, αντιβιοτικές και μη, ουκ ολίγες φορές δεν μπορούν να λύσουν. Είδαν λοιπόν οι επιστήμονες, με επικεφαλής τον Έλληνα δρα Νάσο Τύπα, από τα Τμήματα Βιολογίας του Γονιδιώματος καθώς και Δομικής και Υπολογιστικής Βιολογίας του EMBL ότι συνδυασμοί αντιβιοτικών, ακόμα και συνδυασμοί αντιβιοτικών με μη αντιβιοτικά φάρμακα αλλά και με πρόσθετα τροφίμων, μπορούν να «κατατροπώσουν» κάποια από τα πιο επικίνδυνα φαρμακοανθεκτικά βακτήρια. Αυτοί οι «συνδυασμοί που σκοτώνουν» τους δύσκολους βακτηριακούς εχθρούς – ανάμεσά τους είναι και μερικοί με άρωμα… βανίλια, ναι, καλά διαβάσατε – μπορούν ίσως μελλοντικά να αποτελέσουν «συνταγή» σωτηρίας για ασθενείς που σήμερα κινδυνεύουν ακόμα και να χάσουν τη ζωή τους εξαιτίας του ότι οι συμβατικές αντιβιοτικές «συνταγές» έχουν καταστεί άχρηστες (ένοχα βέβαια για αυτό το τελευταίο δεν είναι τα βακτήρια, όσο και αν είναι βολικό να επιρρίψουμε σε εκείνα τις ευθύνες, αλλά η δική μας αλόγιστη χρήση αντιβιοτικών).
Όπως και να έχει, τώρα που το «κακό» έχει γίνει και είναι και… ανθεκτικό, το ζήτημα είναι αν μπορεί με κάποιον τρόπο να αντιστραφεί. Τα πειράματα των ερευνητών του EMBL – αν και προς το παρόν έχουν διεξαχθεί μόνο στο εργαστήριο – δείχνουν προς αυτή την αισιόδοξη κατεύθυνση. Τι ακριβώς όμως έκανε η ερευνητική ομάδα; Σύμφωνα με το άρθρο της στην επιθεώρηση «Νature» μελέτησε σχεδόν 3.000 συνδυασμούς φαρμάκων (τόσο αντιβιοτικών που στοχεύουν βακτηριακά κύτταρα όσο και φαρμάκων που στοχεύουν ανθρώπινα κύτταρα αλλά και προσθέτων τροφίμων) σε έξι στελέχη τριών Gram-αρνητικών βακτηρίων τα οποία θεωρούνται από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας «άκρως υψηλού κινδύνου» για τη δημόσια υγεία: πρόκειται για τα Escherichia coliSalmonella enterica και Pseudomonas aeruginosa.

Αναπάντεχοι συνδυασμοί
Οπως αναφέρει ο κ. Τύπας στο «Βήμα», αν και οι περισσότεροι από τους συνδυασμούς που εξετάστηκαν δεν εμφάνιζαν αλληλεπίδραση μεταξύ τους, ποσοστό της τάξεως του 15% παρουσίαζε αλληλεπίδραση. «Από τους συνδυασμούς που είχαν αλληλεπίδραση, τα 2/3 εμφάνιζαν αρνητική αλληλεπίδραση, μείωναν δηλαδή τη θετική επίδραση των αντιβιοτικών». Κατεγράφησαν ωστόσο και περισσότεροι από 500 συνδυασμοί που βελτίωναν τη δράση των αντιβιοτικών ενάντια στα επικίνδυνα βακτήρια, συμπεριλαμβανομένων πολυανθεκτικών βακτηριακών στελεχών τα οποία είχαν απομονωθεί από ασθενείς που νοσηλεύονταν.
Ας δούμε μερικά τέτοια… βελτιωτικά παραδείγματα. Ένας από τους πιο υποσχόμενους συνδυασμούς που προέκυψε από τη μελέτη αφορούσε την πολυμυξίνη Β (ένα «τελευταίας γραμμής» αντιβιοτικό που χορηγείται μόνο εντός νοσοκομείων για πλήθος λοιμώξεων από Gram-αρνητικά βακτήρια, όπως είναι οι λοιμώξεις του εντέρου, των οφθαλμών, των αφτιών) και τις μακρολίδες (μια μεγάλη κατηγορία αντιβιοτικών που χορηγούνται για πολλές και διάφορες λοιμώξεις, κυρίως του αναπνευστικού συστήματος, και στην οποία περιλαμβάνονται μεταξύ άλλων η ερυθρομυκίνη και η κλαριθρομυκίνη – λίγο-πολύ όλοι τις έχουμε ακούσει, αν δεν τις έχουμε… καταπιεί). Ο συνδυασμός των δύο αντιβιοτικών φάνηκε να προσφέρει πολύ ενισχυμένη δράση σε σύγκριση με τη χρήση του καθενός ξεχωριστά ενάντια στα τρία παθογόνα στο εργαστήριο και μάλιστα ενάντια σε στελέχη τους που είναι ανθεκτικά στην πολυμυξίνη Β και από κλινικής άποψης θεωρούνται μη θεραπεύσιμα. Μάλιστα, όπως μας πληροφορεί ο κ. Τύπας,  ο συγκεκριμένος συνδυασμός δοκιμάζεται τώρα από εξωτερικούς συνεργάτες του EMBL σε ποντίκια και αναμένονται τα αποτελέσματα. «Πολύ πρόσφατα ένα άλλο εργαστήριο δημοσίευσε αποτελέσματα πειραμάτων αυτού του συνδυασμού σε ποντίκια, τα οποία ήταν ενθαρρυντικά, καθώς ο συνδυασμός φάνηκε να λειτουργεί στα πειραματόζωα αντιμετωπίζοντας μολύνσεις από ανθεκτικά στην πολυμυξίνη στελέχη. Αναμένουμε και τα δικά μας αποτελέσματα για να έχουμε πιο ολοκληρωμένη εικόνα».
Ένας άλλος «δολοφονικός» (αλλά για καλό) συνδυασμός αφορούσε και πάλι την πολυμυξίνη Β σε συνδυασμό με την ουσία λοπεραμίδη (περιέχεται σε ένα από τα πιο γνωστά αντιδιαρροϊκά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα του εντέρου, το Imodium). Ο ερευνητής εξηγεί ότι «οι δύο ουσίες φάνηκαν να έχουν συνέργεια στην καταπολέμηση επικίνδυνων εντεροβακτηρίων όπως το E.coli και η Salmonella, ενώ έχουν δώσει καλά αποτελέσματα και ενάντια στην Κlebsiella. Βέβαια και αυτά τα αποτελέσματα αφορούν πειράματα in vitro και μένει να δούμε αν  μπορούν να αναπαραχθούν σε πειραματόζωα και βέβαια στον άνθρωπο».

«Συνταγή» επιτυχίας
Και τώρα ας περάσουμε στην… κουζίνα και σε έναν άκρως «μυρωδάτο» συνδυασμό με άρωμα βανίλιας! Και αυτό διότι οι ερευνητές «πάντρεψαν» στο εργαστήριο τη βανιλίνη, την ουσία που χαρίζει στη βανίλια το χαρακτηριστικό άρωμά της, με τη σπεκτινομυκίνη. Η σπεκτινομυκίνη είναι ένα αντιβιοτικό που αναπτύχθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 για την αντιμετώπιση της γονόρροιας (ή βλεννόρροιας), μιας λοίμωξης η οποία προκαλείται από τον γονόκοκκο, ένα σεξουαλικώς μεταδιδόμενο βακτήριο, και προσβάλλει και τα δύο φύλα μολύνοντας συνήθως την ουρήθρα, το ορθό και τον λαιμό (στις γυναίκες μπορεί να προσβάλει και τον τράχηλο της μήτρας). Ωστόσο περίπου μία εικοσαετία μετά την έναρξη χορήγησης της σπεκτινομυκίνης οι γιατροί σταμάτησαν να τη χρησιμοποιούν, αφού ο γονόκοκκος ανέπτυξε ανθεκτικότητα εναντίον της. Μόνο τα τελευταία 20 χρόνια ξεκίνησε ξανά η χρήση της (αφού αυτό το μεγάλο «διάλειμμα» έκανε το βακτήριο να την… ξεχάσει, με αποτέλεσμα να είναι και πάλι αποτελεσματική εναντίον του).
Τώρα το «ζευγάρωμα» της σπεκτινομυκίνης με βανιλίνη στο εργαστήριο έδειξε να ενισχύει πάρα πολύ τη δράση του αντιβιοτικού ενάντια στο E.coli και τη Salmonella enterica«Από όλες τις συνέργειες που εξετάσαμε, η συγκεκριμένη ήταν από τις πιο αποτελεσματικές και υποσχόμενες, και μάλιστα έχουμε ξεκινήσει σχετική μελέτη για αυτόν τον συνδυασμό σε ποντίκια» υπογραμμίζει ο κ. Τύπας και προσθέτει ότι συνδυασμοί σαν τον συγκεκριμένο μπορεί να αποδειχθούν πολύτιμοι στον πόλεμο ενάντια στην ανθεκτικότητα των μικροβίων στις θεραπείες. Να σημειώσουμε ότι η ερευνητική ομάδα έχει ήδη δοκιμάσει συνδυασμούς φαρμάκων και με άλλες ουσίες από τα… ράφια της κουζίνας μας, όπως η καφεΐνη και η κουρκουμίνη και τώρα κινείται και προς άλλες… νόστιμες κατευθύνσεις. «Δεν έχουμε ακόμη αποτελέσματα αλλά αναμένουμε μέσα στους επόμενους μήνες» λέει ο ερευνητής. Και εμείς αναμένουμε επίσης να δούμε τι θα βγάλει αυτό το άκρως ενδιαφέρον επιστημονικό… μαγείρεμα.
Είναι βέβαια άξιο λόγου ότι η βανιλίνη, που φάνηκε να «εκτινάσσει» τη δράση της σπεκτινομυκίνης, στους περισσότερους άλλους συνδυασμούς της με πολλούς τύπους αντιβιοτικών έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα, μειώνοντας τη δράση τους. Οι επιστήμονες είδαν ότι τελικώς αυτή η ουσία δρα με τρόπο παρόμοιο με την ασπιρίνη, με τρόπο ανταγωνιστικό προς πολλά αντιβιοτικά.

 «Κερδοφόροι ανταγωνισμοί»
Και μπορεί να μας αρέσουν οι συνέργειες που φέρνουν το καλό, θετικό αποτέλεσμα, ωστόσο σύμφωνα με τον κ. Τύπα και οι ανταγωνισμοί μπορούν να αποδειχθούν άκρως ευεργετικοί για την ανθρώπινη υγεία – και τέτοιοι, όπως προαναφέραμε, εντοπίστηκαν πολλοί στο πλαίσιο της μελέτης. «Τα αντιβιοτικά τα οποία στοχεύουν ένα «κακό» βακτήριο μπορούν να προκαλέσουν και «παράπλευρες απώλειες» αφού πλήττουν στο πέρασμά τους και καλά βακτήρια της χλωρίδας του εντέρου μας. Μελλοντικά λοιπόν θα μπορούσαμε να χρησιμοποιούμε ανταγωνιστικούς συνδυασμούς φαρμάκων για να προλάβουμε τις επιβλαβείς δράσεις των αντιβιοτικών στα καλά βακτήρια. Με ποιον τρόπο; Όταν χορηγούμε ένα αντιβιοτικό, συγχρόνως θα μπορούσαμε να χορηγούμε και ένα «αντίδοτο», π.χ. έναν συνδυασμό φαρμάκων που θα περιέχουν βανιλίνη, ώστε να προστατεύσουμε τα άλλα βακτήρια του οργανισμού. Στο πλαίσιο αυτό εκπονούμε και μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη που αφορά αυτό ακριβώς το πεδίο, με έμφαση στη διατροφή: με άλλα λόγια, διερευνούμε αν συγκεκριμένα στοιχεία της διατροφής μπορούν να αποτελέσουν αντίδοτα ενάντια στις επιβλαβείς παρενέργειες των αντιβιοτικών. Αναμένουμε αποτελέσματα σε μερικούς μήνες».
Σύμφωνα με τον έλληνα ερευνητή, μελέτες σαν και αυτήν είναι πολύτιμες, καθώς βοηθούν σημαντικά στην κατανόηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ φαρμάκων. «Αποτυπώνουν, όχι εμπειρικά, όπως συμβαίνει μέχρι τώρα, αλλά συστηματικά, τις συνέργειες ή τους ανταγωνισμούς μεταξύ διαφορετικών ουσιών. Και έτσι μπορούν να προκύψουν στο μέλλον συγκεκριμένοι κανόνες που θα αποτελούν «πυξίδα» για χρήση από τους γιατρούς. Σήμερα στην κλινική πράξη οι ειδικοί ακολουθούν κάποιους τέτοιους κανόνες, όπως αυτοί έχουν προκύψει από την πολυετή πείρα τους. Μελέτες όμως σαν και τη συγκεκριμένη στο Nature διεισδύουν σε βάθος φέρνοντας στο φως τα πώς και τα γιατί που κρύβονται πίσω από τις αλληλεπιδράσεις ουσιών. Ένας γενικός κανόνας που έχει ήδη προκύψει από την έρευνά μας είναι, για παράδειγμα, ότι οι συνέργειες ουσιών είναι πολύ πιο πιθανές όταν οι ουσίες που «ζευγαρώνουν» έχουν τον ίδιο στόχο. Αυτό μπορεί να αποτελέσει έναν «μπούσουλα» για την κλινική πρακτική και ελπίζουμε να προκύψουν και πολλοί άλλοι στο μέλλον». Ένας άλλος βασικός κανόνας που προκύπτει από αυτού του είδους την έρευνα είναι ότι κυρίαρχο ρόλο στην όλη διαδικασία παίζει η γενετική του μικρο-οργανισμού που στοχεύουμε κάθε φορά, επισημαίνει ο κ. Τύπας. «Έχοντας αυτό στον νου και ανοίγοντας την »εικόνα» και σε άλλα φάρμακα εκτός των αντιβιοτικών, ίσως στο μέλλον θα μιλούμε πλέον για συνδυασμούς φαρμάκων εξατομικευμένους ανάλογα με τον κάθε άνθρωπο».
Σε κάθε περίπτωση, ευρήματα σαν τα συγκεκριμένα είναι άκρως καλοδεχούμενα σε έναν κόσμο όπου τα φαρμακοανθεκτικά μικρόβια συνεχώς θεριεύουν. «Η ανθεκτικότητα των βακτηρίων στα αντιβιοτικά συνεχώς αυξάνεται και καθώς δεν έχουμε αναπτύξει νέα αποτελεσματικά φάρμακα ενάντια στα ανθεκτικά βακτήρια τα τελευταία 20 χρόνια, ξεμένουμε πλέον από «όπλα» εναντίον τους» λέει ο κ. Τύπας. Η ομάδα του EMBL λοιπόν «αρματωμένη» με γνώση και φαντασία φαίνεται ότι μπορεί να προσφέρει νέα καλύτερα «όπλα» σε αυτή την ατέρμονη μάχη μας με τα βακτήρια. Είπαμε, «η ισχύς εν τη ενώσει» υπόσχεται περισσότερες νίκες (τόσο… φαρμακευτικές όσο και γενικότερα).